Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Καλοκαιρινά φεστιβάλ: Όταν άρχισαν όλα



 

Jimmy Hendrix
Καλοκαιρινά φεστιβάλ: Όταν άρχισαν όλα
Ήταν τέτοιες μέρες του 1967 όταν οργανώθηκε το Monterey Pop Festival, το πρώτο μεγάλο φεστιβάλ που έμελε να γίνει οδηγός για όσα ακολούθησαν, με αποκορύφωμα το θρυλικό Woodstock δύο χρόνια αργότερα.

Στην Ελλάδα τα τανκς ήταν ακόμη στους δρόμους, λίγες βδομάδες πριν είχαν μισό-παίξει οι Rolling Stones στη Λεωφόρο κι αμέσως μετά έγινε η «επανάσταση». Ήμασταν ήδη στο γύψο όταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ξεκινούσε το καλοκαίρι της αγάπης που ο (παραμορφωμένος) απόηχός του φτάνει ως τις μέρες μας. Κάθε καλοκαίρι δεκάδες μεγάλα και μικρά φεστιβάλ στην Ευρώπη (αλλά περιέργως πολύ λιγότερα –αναλογικά- στην Αμερική που τα γέννησε), φέρνουν στο νου κάτι από κείνες τις μέρες που οι νέοι άνθρωποι πρότειναν έναν άλλο τρόπο ζωής, με περισσότερη αγάπη, λουλούδια, σωματική και πνευματική ελευθερία, ανιδιοτέλεια και ισότητα για άνδρες, γυναίκες, μαύρους, κίτρινους, φτωχούς, πλούσιους, ομοφυλόφιλους, τρελαμένους και κανονικούς.
Ήταν τέτοιες μέρες του 1967 όταν οργανώθηκε το πρώτο μεγάλο μουσικό φεστιβάλ που έμελε να γίνει οδηγός για όσα ακολούθησαν, με αποκορύφωμα το θρυλικό Woodstock δύο χρόνια αργότερα. Το Monterey Pop Festival έγινε στις 16, 17 και 18 Ιουνίου και είχε ως μότο: «Music, Love & Flowers», ενώ λίγες μέρες νωρίτερα είχε γίνει το (σαφώς μικρότερο αλλά ιστορικά πρώτο) Fantasy Fair and Magic Mountain Music Festival και είναι αυτές οι δύο μεγάλες συναυλίες που σηματοδοτούν το καλοκαίρι της αγάπης του 1967, την επικράτηση του rock, τους νεανικούς ξεσηκωμούς, τις φοιτητικές εξεγέρσεις και διεκδικήσεις και τα -επίκαιρα ακόμη και σήμερα συνθήματα- «θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα», «η φαντασία στην εξουσία», «κάντε έρωτα κι όχι πόλεμο» που προέκυψαν εκείνα τα χρόνια.
Η είσοδος στο Fantasy Fair κόστιζε 2$ και μπορούσες να δεις μεταξύ άλλων και τους: Canned Heat, Captain Beefheart, Mojo Men, Seeds, Blues Magoos, Country Joe & the Fish, Byrds, 5th Dimension, Jefferson Airplane και ήταν και η πρώτη εμφάνιση των Doors σε μεγάλη συναυλία. Όλα τα γκρουπ συμμετείχαν χωρίς αμοιβή και τα έσοδα κάλυψαν τα έξοδα της διήμερης συναυλίας, ενώ τα κέρδη δόθηκαν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Παρόμοια ήταν τα πράγματα και στο Monterey με το εισιτήριο να κοστίζει από 3.5$ ως 6.5$ και η οργάνωση είχε γίνει για 7.000-10.000 άτομα, ήρθαν όμως 50.000 που, όπως λένε οι φήμες, την τελευταία μέρα μπορεί να έγιναν και 100.000. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς μπήκαν, με τσαμπουκά, χωρίς να πληρώσουν υιοθετώντας την «αναρχική» άποψη της εποχής ότι η μουσική ανήκει στο λαό και δεν υπάρχει λόγος να πληρώνει κανείς (άποψη που στη χώρα μας συνέχισε να ισχύει μέχρι πριν από μερικά χρόνια).
Το φυλλάδιο του φεστιβάλ που έδινε χρηστικές πληροφορίες έγραφε: «Be Happy, be free, wear flowers, bring bells – have a festival» και συνέχιζε πως μπορεί ο καθένας να φοράει ό,τι θέλει, πως το φεστιβάλ είναι για όλη την οικογένεια, πως τα μικρά παιδιά ήταν καλοδεχούμενα κι ότι υπήρχαν εγκαταστάσεις ώστε ο καθένας να μπορεί να εκφραστεί καλλιτεχνικά ζωγραφίζοντας, χορεύοντας, φτιάχνοντας αντικείμενα, κλπ.
Είχαν ανακοινωθεί 30 ονόματα για το τριήμερο κι ανάμεσα τους οι: Grateful Dead, Jimi Hendrix, Simon and Garfunkel, Laura Nyro, Big Brother and the Holding Company, Mike Bloomfield, Paul Butterfield Blues Band, Canned Heat, Country Joe & the Fish, Hugh Masekela, Beach Boys, Booker T & the MG’s, Byrds, Jefferson Airplane, Otis Redding, Moby Grape, Ravi Shankar, Who, Mamas and the Papas, κ.ά.
Πολύ γρήγορα η αθώα και ανιδιοτελής διάθεση αυτών των φεστιβάλ χάθηκε καθώς οι επιχειρηματίες, οι κερδοσκόποι, οι άσχετοι, οι άρπα-κόλα είδαν τόσο πολύ κόσμο κι έπεσαν με τα μούτρα. Στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το Woodstock ανακοινώθηκαν 10 φεστιβάλ, πολύ συχνά με ονόματα συγκροτημάτων που δεν είχαν κλειστεί ή με άθλιες υποδομές και ανύπαρκτη οργάνωση. Το καλοκαίρι της αγάπης έγινε γρήγορα πανηγύρι της αρπαχτής και της φρίκης. Όταν πια φτάσαμε στο Woodstock το παιχνίδι ήταν ήδη χαμένο και δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι στην ουσία αυτό το εμβληματικό φεστιβάλ είναι η ταφόπλακα στην εποχή της αθωότητας μαζί με όσα συνέβησαν μερικούς μήνες μετά στο Altamont: Οι Rolling Stones ολοκλήρωσαν το 1969 την αμερικάνικη περιοδεία τους με θριαμβευτική επιτυχία αλλά, επειδή κατηγορήθηκαν έντονα για το ακριβό εισιτήριο, αποφάσισαν να δώσουν μια free συναυλία στο Altamont (στις 6 Δεκεμβρίου με τη συμμετοχή κι άλλων συγκροτημάτων), η οποία όμως ήταν πολύ πρόχειρα οργανωμένη και ανίκανη να ανταποκριθεί στους 300.000 ανθρώπους που συγκεντρώθηκαν κι έμειναν για ώρες χωρίς τροφή, νερό και ποτά, χωρίς υποδομές, χωρίς βοήθεια και χωρίς ενδιαφέρον, καθώς οι Rolling Stones καθυστέρησαν απίστευτα να εμφανιστούν. Κυρίως όμως επειδή υπήρξε ο πρώτος φόνος σε rock φεστιβάλ, καθώς κάποιος από τους «Hells Angels» που είχαν αναλάβει τη φύλαξη του χώρου, σκότωσε τον 18χρονο θεατή Meredith Hunter, ενώ υπήρξαν κι άλλα θανατηφόρα ατυχήματα.
Η δεκαετία του ’70 που ξεκίνησε αμέσως μετά απ’ όλα αυτά τα σημαδιακά γεγονότα, έφερε τη μόδα των μεγάλων υπαίθριων καλοκαιρινών φεστιβάλ στην Ευρώπη κι από τότε –παρά τα σκαμπανεβάσματα- αυτά τα 3ήμερα μουσικής, γιορτής, ελευθερίας, καταχρήσεων, τρέλας και συναδέλφωσης των μουσικών φυλών είναι το σήμα κατατεθέν των ευρωπαϊκών καλοκαιριών. Σε κάθε μεγάλη πόλη, κάθε καλοκαίρι, γίνονται μουσικά φεστιβάλ για κάθε μουσικό είδος και για κάθε φυλή, πολλά από τα οποία συγκεντρώνουν πάνω από 100.000 ανθρώπους που για λίγες μέρες δημιουργούν «ένα κράτος μέσα στο κράτος», ένα γαλατικό χωριό όπου μπορούν να ζήσουν (αν θέλουν φυσικά) μέσα σ’ ένα διαρκές trans χαρούμενοι, χαμένοι, λασπωμένοι (όταν βρέχει), μεθυσμένοι, πεινασμένοι, σε διαρκή υπερδιέγερση προσπαθώντας να προλάβουν να δουν όσο το δυνατόν περισσότερα από τα δεκάδες συγκροτήματα που παίρνουν μέρος.
Στη δική μου λίστα με τα «πράγματα που πρέπει να ‘χεις κάνει πριν πεθάνεις», μερικά ταξίδια στα μεγάλα καλοκαιρινά φεστιβάλ είναι στις πρώτες θέσεις. Μία τρέλα που αξίζει να τη ζήσεις.
[Μάκης Μηλάτος]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου